άβαπτος

άβαπτος
-η, -ο (Α ἄβαπτος, -ον) [βάπτω]
1. αυτός που δεν βάφτηκε, ο αχρωμάτιστος
2. (για πυρακτωμένα μέταλλα) αυτός που δεν ψύχθηκε ακόμη μέσα σε νερό για να γίνει σκληρότερος, ο αστόμωτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἄβαπτος — not tempered masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄβαπτον — ἄβαπτος not tempered masc/fem acc sg ἄβαπτος not tempered neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβαπτότατος — ἄβαπτος not tempered masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άβαφος — και άβαφτος, η, ο [βάφω] 1. ο δίχως βαφή, αχρωμάτιστος 2. ο δίχως φτιασίδια, αφτιασίδωτος 3. ο άβαπτος* …   Dictionary of Greek

  • αβαφής — ἀβαφής, ές (Α) [βάπτω] ο άβαπτος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”